- προδιανύω
- προ-δι-ανύω, vorher vollenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιανύω — Α (συν. το παθ.) προδιανύομαι τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῑν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διανύω «τελειώνω, περατώνω»] … Dictionary of Greek
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek